προαγγέλλω

προαγγέλλω
προαγγέλλω , προαγγέλλω
declare
aor subj act 1st sg
προαγγέλλω , προαγγέλλω
declare
pres subj act 1st sg
προαγγέλλω , προαγγέλλω
declare
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προαγγέλλω — ΝΜΑ αναγγέλλω κάτι εκ τών προτέρων, προαναγγέλλω, προειδοποιώ (α. «η κυβέρνηση προαγγέλλει νέα φορολογικά μέτρα» β. «προηγγέλθη δὲ αὐτοῑς καὶ ή ἐπιβολή τῶν σιδηρῶν χειρῶν», Θουκ.) νεοελλ. προμηνύω («τα σύννεφα προαγγέλλουν καταιγίδα») …   Dictionary of Greek

  • προαγγέλλετε — προαγγέλλω declare aor imperat act 2nd pl προᾱγγέλλετε , προαγγέλλω declare aor ind act 2nd pl (doric aeolic) προᾱγγέλλετε , προαγγέλλω declare imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) προαγγέλλετε , προαγγέλλω declare pres imperat act 2nd pl προα …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγγελλούσας — προαγγελλούσᾱς , προαγγέλλω declare aor part act fem acc pl (attic epic doric ionic) προαγγελλούσᾱς , προαγγέλλω declare aor part act fem gen sg (doric) προαγγελλούσᾱς , προαγγέλλω declare pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προήγγελλον — προαγγέλλω declare aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) προήγγελλον , προαγγέλλω declare aor ind act 1st sg (attic epic ionic) προήγγελλον , προαγγέλλω declare imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) προήγγελλον , προαγγέλλω declare imperf ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηγγελμένα — προαγγέλλω declare perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) προηγγελμένᾱ , προαγγέλλω declare perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) προηγγελμένᾱ , προαγγέλλω declare perf part mp fem nom/voc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προάγγελμα — το, ΝΜΑ [προαγγέλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προαγγέλλω, προειδοποίηση, προαγγελία …   Dictionary of Greek

  • προάγγελσις — έλσεως, ή, Α [προαγγέλλω] η ενέργεια τού προαγγέλλω, προειδοποίηση, προμήνυμα …   Dictionary of Greek

  • προαγγελία — η, ΝΜΑ [προαγγέλλω] 1. η ενέργεια τού προαγγέλλω, αγγελία η οποία δίνεται από πριν για κάτι που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, προαναγγελία («προαγγελία καταιγίδας») 2. προφητεία, μαντεία νεοελλ. συνεκδ. αυτό που ανακοινώνεται από πριν, που… …   Dictionary of Greek

  • προαγγειλάντων — προαγγέλλω declare aor part act masc/neut gen pl προαγγειλάντων , προαγγέλλω declare aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγγελθείσας — προαγγελθείσᾱς , προαγγέλλω declare aor part pass fem acc pl προαγγελθείσᾱς , προαγγέλλω declare aor part pass fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”